Ο Χριστιανικός ναός παριστάνει συμβολικώς την Άνω Ιερουσαλήμ ή τον Επίγειον Ουρανόν, όπως λέγει τούτο το ωραίον τροπάριον:
«Ουρανός πολύφωτος η εκκλησία,
συγκαλούσα άπαντας προς ευφροσύνην τους πιστούς, εν ω εστώτες
κραυγάζομεν· Τούτον τον οίκον στερέωσον Κύριε.»
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει ότι «ο
ναός είναι η εικών της θείας Εκκλησίας και παριστάνει ό,τι υπάρχει εις
την γην, ό,τι υπάρχει εις τον ουρανόν και ό,τι υπάρχει υπεράνω του
ουρανού.
Μέσα εις τήν εκκλησίαν κατοικεί ο Θεός, και εις αυτήν συναθροίζονται οι Χριστιανοί διά να αναπέμψωσι τας προς Αυτόν δεήσεις των.
Η εκκλησία, ως ένα παλάτιον όπου είναι
του Θεού, είναι στολισμένη και πεποικιλμένη με τας αγίας εικόνας. Η
αγιογραφία μαζί με τας άλλας Ιεράς τέχνας εργάζεται διά την ευπρέπειαν
του οίκου Του, σκεπάζοντας τους τοίχους, τους θόλους, τας καμάρας, τα
εικονοστάσια, με μίαν λαμπράν στολήν, οπού παριστάνει τον ουράνιον
κόσμον, με τους Αρχαγγέλους και τας άλλας ασωμάτους Δυνάμεις, έχοντας
εις την μέσην τον Παντοκράτορα, μαζί με τον επίγειον ηγιασμένον χορόν,
ήγουν τους Προφήτας, τους Δικαίους, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους
Ιεράρχας, τους Ομολογητάς, τους Οσίους. Με ένα λόγον, ο εικονογραφικός
διάκοσμος της εκκλησίας περιλαμβάνει όλους εκείνους οπού συγκροτούν την
Έκκλησίαν, από τον Χριστόν, «ος έστι κεφαλή της Εκκλησίας» και είναι
ιστορημένος εις την κορυφήν του τρούλλου, μέχρι των Μαρτύρων και Οσίων,
οπού ήσαν άνθρωποι ωσάν, εμάς, αλλά οπού ηγίασαν διά του μαρτυρίου και
διά της ασκήσεως, και ζωγραφίζονται εις την χαμηλοτέραν ζώνην, ολίγον
υψηλότερον από το δάπεδον του ναού, οπού ίστανται οι πιστοί,
προσκυνούντες τας εικόνας αυτών.
Ο τρούλλος ή η φιάλη
Τρούλλος ή φιάλη, ή κοινότερον κουμπές,
λέγεται ο στρογγυλός πύργος οπού είναι χτισμένος υψηλότερον από την
σκεπήν του ναού. Εκ τούτου, η τοιαύτη εκκλησία λέγεται φιαλόεσσα, ή
κοινώς κουμπελίδικη και τρουλλωτή,
Ο τρούλλος έχει γύρωθεν παράθυρα, τον αριθμόν από τέσσαρα έως δώδεκα ή και περισσότερα.
Ο τρούλλος παριστάνει τον ουρανόν, κατά
τον άγιον Συμεών Θεσσαλονίκης. Διά τούτο μέσα εις αυτόν ζωγραφίζεται ο
Χριστός Παντοκράτωρ, δορυφορούμενος από τας Αγγελικάς Τάξεις, καθώς και
οι Προφήται μεταξύ των παραθύρων του τρούλλου, εις το κυλινδρικόν μέρος
του, όπου λέγεται τύμπανον.
Επίσης ζωγραφίζεται ο Κύριος εις το
υψηλότερον μέρος του ναού, διότι είναι, κατά τον Απόστολον Παύλον,
«κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολοσ. α’, 18) και από Αυτόν
εκπορεύονται και ζωοποιούνται και αθανατίζονται όλα τα μέλη της
Εκκλησίας, ήγουν όλοι οι άγιοι, οπού εικονίζονται μέσα εις τον ναόν, από
τον τρούλλον μέχρι των θεμελίων.
Ο ζωγράφος οπού θα ζωγραφίση μίαν
εκκλησίαν, αρχίζει από τον Παντοκράτορα. Και κατά γενικόν κανόνα,
αρχίζει να δουλεύη από υψηλά και κατεβαίνει εις τα χαμηλότερα. Λοιπόν,
το μέρος της εκκλησίας οπού θα πρωτοζωγραφίση, είναι ο τρούλλος, εάν η
εκκλησία είναι μετά τρούλλου.
Ποίαν σημασίαν έχει ο Παντοκράτωρ
Ο Παντοκράτωρ είναι το πλέον υπερφυές
και αποκαλυπτικόν έργον της βυζαντινής αγιογραφίας. Ο τύπος αυτού είναι
πάντοτε αναλλοίωτος. Αλλά, κάθε φοράν οπού ζωγραφίζεται, είναι πάντοτε
νέος, ακόμα κι αν ο ίδιος ζωγράφος, τον έχη απεικονίσει πολλάκις.
Τα τοιαύτα έργα κατέλυσαν τον χρόνον, βλυστάνοντα ζωήν αθάνατον.
Ο χαρακτήρ του Παντοκράτορος
Ο Χριστός ως Παντοκράτωρ ιστορίζεται, ως
προείπομεν, μέσα εις κύκλον και εις την κορυφήν του τρούλλου, ωσάν να
προβάλλη εξ ουρανού, επιβλέπων επί τους ανθρώπους. Είναι ο ενανθρωπίσας
Λόγος του Θεού, και συνάμα ο Θεός ο κρατών, ο εξουσιάζων τα σύμπαντα, ο
Παντοκράτωρ.
Η προσωνυμία Παντοκράτωρ ευρίσκεται
γραμμένη πολλάκις εις την Παλαιάν Διαθήκην, προπάντων εις τους Προφήτας,
άπαξ εις τας Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, και τρεις ή τέσσαρας φοράς
εις την Αποκάλυψιν, ιδία εις την ακόλουθον ρήσιν· «Εγώ ειμί το Α και το
Ω, αρχή και τέλος, λέγει Κύριος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο
Παντοκράτωρ,» (Αποκ. α’, 8).
Ζωγραφίζεται δε ο Παντοκράτωρ αυστηρός
και πράος συγχρόνως. Η κορυφή του είναι εστηριγμένη πάντοτε κατά τα
εσπέρια, ήγουν κατά το βασίλευμα του ηλίου, ωσάν να βγαίνη εξ ανατολών ο
Ήλιος της Δικαιοσύνης.
Φορεί από μέσα τον χιτώνα, οπού αφήνει
να φανή γυμνόν έν μέρος του στήθους Του, και από επάνω είναι
περιτυλιγμένος με πολύπτυχον ιμάτιον, οπού ενθυμίζει τον δαυϊτικόν
ψαλμόν ο όποιος λέγει: «Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον Αυτού». Η
δεξιά χειρ εγείρεται εις σχήμα ευλογίας, και η αριστερά κρατεί σφιγκτά
επάνω εις το στήθος Του το Ευαγγέλιον, τον θείον Νόμον.
Πυκνά μαλλιά περιβάλλουν την μεγαλοπρεπή
κεφαλήν, κυματίζοντα ελαφρώς, και οι πλόκαμοι πίπτουν ως ρεύματα
ποταμού επάνω εις τον αριστερόν ώμον, χωρισμένα εις την μέσην. Το
μέτωπον του Κυρίου είναι ηγεμονικόν, πλήρες σοφίας και δυνάμεως. Τα
όμματα άγρυπνα και ατάραχα, προσβλέπουν μετά φιλανθρωπίας και
συγκαταβάσεως τους ταπεινούς, αλλά μετ’ αυστηρότητος τους πονηρούς και
υπερήφανους. Η μύτη Του είναι λεπτή και ευθεία. Το στόμα μικρόν και
σοβαρόν. Οι μύστακες λεπτότριχοι και σύμμετροι, κλίνουν προς τα κάτω,
κατά τον φυσικόν ασιατικόν τρόπον, και εκφράζουν πραότητα. Το γένειόν
Του, κτενισμένον και σύμμετρον, ελαφρά χωρισμένον εις την άκραν. Ο
λαιμός Του είναι ευρύς και στερεός, μαζί με εν μέρος του στήθους Του,
οπού είναι γυμνόν. Από όλα τα χαρακτηριστικά του Κυρίου εκπέμπεται οσμή
ευωδίας πνευματικής. Από την ακήρατον κορυφήν Του και από τα μαλλιά Του
εβγαίνει σεμνή μεγαλοπρέπεια. Από τα ομμάτια Του αγάπη, αλλά και
αυστηρότης «του ετάζοντος καρδίας και νεφρούς». Από την μύτην ευθύτης
και ίλεος. Από το στόμα ειρήνη και συγγνώμη. Από τα μηλομάγουλά Του
απλότης και αγαθότης. Από τον λαιμόν και από το στήθος έλεος και
ευσπλαχνία. Από την δεξιάν χείρα ευλογία και χρηστότης. Από την
αριστεράν, οπού κρατεί στερεά το άγιον Ευαγγέλιον, εκπορεύεται Νόμος
ζωοποιός, ανακουφίζων τους κοπιώντας και πεφορτισμένους. Το γυριστόν
σιαγόνι του φανερώνει ημερότητα και μακροθυμίαν. Από τον πώγωνά του
στάζει μύρον αγιότητος. Από τον μανδύαν του, ο οποίος τον τυλίγει ωσάν
το σύγνεφον οπού κρύβει τον ήλιον, διαχύνεται η μεγαλοπρέπεια του
παντός.
Ο Παντοκράτωρ σταλάζει μέσα εις την
ευλαβικήν ψυχήν όλα τα άγια αισθήματα, όντας Μέγας, Δυνατός, Παντουργος,
Παντεπόπτης, Πράος, Φιλάνθρω¬πος, Σωτήρ, Κριτής, Ταπεινός, Αυστηρός,
Ίλεως. Είναι κατά το ρήμα του προφήτου Ιεζεκιήλ, «ο Αετός ο Μέγας, ο
μεγαλοπτέρυγος» οπού πετά επάνωθεν από τον φθειρόμενον κόσμον, αιώνιος,
άφθαρτος. Δι’ αυτόν «χίλια έτη ως ημέρα η χθες, ήτις διήλθεν». Σύγνεφον
βαρύ είναι διά τους πονηρούς, πλην διά τους πιστούς και ταπεινούς είναι ο
Αθάνατος Ήλιος, η Πηγή της Ζωής, ο Ζωοδότης. Εγείρουν τους οφθαλμούς
των προς Αυτόν, κράζοντες με αγαλλίασιν: «Εν τω φωτί της δόξης του
προσώπου Σου πορευσόμεθα εις τον αιώνα.»
Εκεί επάνω γρηγορεί ημέρας και νυκτός,
πρωί και εσπέρας, χειμώνα και θέρος, αναλλοίωτος, αιώνιος, προ πάντων
των αιώνων και εις τον αιώνα του αιώνος. Ο αισθητός ήλιος ανατέλλει και
δύει, πλην ο Κύριος δεν κουράζεται να εύλογη, εξ ετοίμου κατοικητηρίου
Του, τον αμαρτωλόν κόσμον.
Οι άνεμοι πνέουν με βοήν γύρω εις τον
αγιασμένον πύργον, μέσα εις τον οποίον κατοικεί ο Κύριος. Η βροχή, ο
κρύσταλλος, η χιών, η χάλαζα, πνεύμα καταιγίδος, περνούν επάνωθέν Του.
Εκείνος ευλογεί ησύχιος και μακρόθυμος, ο Άρχων της Ειρήνης. Ο ήλιος
φλογίζει το κατοικητήριόν Του, ο λίβας ξηραίνει τα χόρτα οπού έχουν
φυτρώσει επάνω εις την σκεπήν Του. Ο Κύριος ατάραχος αγρυπνεί επάνω εις
τον κόσμον, ημέρας και νυκτός, εις τον αιώνα του αιώνος.
«Κατ’ αρχάς, Σύ, Κύριε, την γην
εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται,
Συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί
περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει, και τα
έτη σου ουκ εκλείψουσιν.» (Ψαλμ. ρα’, 26.)
(Φ. Κόντογλου, «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Α΄, σ. 94-95, 100-102)