... Lord Jesus Christ,Son of God, have mercy on me the sinner-Κύριε Ιησού Χριστέ,Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό...

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Ἱστορία τῆς Ἱερατικῆς ἐνδυμασίας-Ἡ κόμη καί τό γένειον τῶν κληρικῶν.

Ἡ ἱστορία τῆς ἐνδυμασίας τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου εἶναι πολύ μεγάλη. Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῶν Ἱερέων μέ εἰδική ἐνδυμασία χρονολογεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνος μ.Χ.. Τόν 6ο αἰῶνα παρουσιάζεται μία ἀλλαγή στήν ἐνδυμασία τῶν λαϊκῶν, ἐνῶ οἱ Ἱερεῖς διατηροῦν τόν ἀρχαῖο τῦπο δηλαδή ποδήρη χιτῶνα. Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 691 μ.Χ. (κανών 27ος) προσδιώρισε σαφῶς, ὅτι οὐδείς ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξύ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου θά ἔπρεπε νά φορεῖ ἐνδύματα ἀνοίκεια τῆς ἀποστολῆς του, εἴτε εὑρίσκεται στήν πόλη, εἴτε ταξιδεύει ...».
«Μηδείς ἐν τῷ κλήρῳ καταλεγομένων ἀνοίκειον ἐσθῆτα ἀμφιεννύσθω, μήτε ἐν πόλει διάγων, μήτε ἐν ὁδῷ βαδίζων, ἀλλά στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κλήρῳ εἰ δέ τίς διαπράξοιτο τό τοιοῦτο, ἐπί ἑβδομάδα μίαν ἀφοριζέσθω».
Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 787 μ.Χ. ἐν Νικαίᾳ (κανών 16ος) κατακρίνει τούς ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι διαχωρίζουν τούς ἑαυτούς των μέ πλοῦτο καί λαμπρά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων τους καθόσον ὁ καλωπισμός καί στολισμός εἶναι ξένος γιά τούς Ἱερωμένους.
«Τούς οὖν ἑαυτούς κοσμοῦντας ἐπισκόπους ἤ κληρικούς δι΄ ἐσθήτων λαμπρῶν καί περιφανῶν, τούτους διορθοῦσθαι χρῆ». Γι΄ αὐτό καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος (784 – 806 μ.Χ.) ἐκάλεσε τούς Ἱερεῖς του νά παύσουν νά φοροῦν χρυσές ζῶνες καί ἐνδύματα λαμπρά ἐκ μετάξης καί πορφύρας.
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἱερός Κλῆρος φοροῦσε τόν ποδήρη χιτῶνα, πού ἦταν ἕνα εὐπρεπές ἔνδυμα. Ἀργότερα προσετέθη ἡ τήβεννος καί μετά ὁ μανδύας.
 Ἡ ἱερατική περιβολή προσδίδει χαρακτῆρα θεότητος. Ἡ ἱερατική ἐνδυμασία εἶναι ἕνας ὑλικός κρῖκος μεταξύ τοῦ φέροντος αὐτήν καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Ἡ ἐνδυμασία λοιπόν ἐπιβάλλει μία ὑπέρ – προσωπικότητα καί ὁ Ἱερός Κλῆρος γίνεται ἱερός στήν ἀποστολή του καί λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας ἐνδυμασίας, ἡ ὁποία τόν χαρακτηρίζει (Ἰακώβου (Γεωργίου) Πηλίδη, Ἐπισκόπου Κατάνης, Ἡ Χριστιανική Ἱερωσύνη, ὀργανισμός ἐκδόσεων καμπάνα, Ἀθήνα 1988, σ. 790).
Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά φέρει μέ τιμή τήν ἐνδυμασία του, διότι ἔχει ἱστορία, ἔχει καί εὐλογία.


 Δέν εἶναι μόνο ἡ ἐνδυμασία τῶν κληρικῶν, πού δέν πρέπει νά εἶναι «ἀνοίκειος». Τά μαλλιά καί τά γένια ἐπίσης πρέπει νά εἶναι ἀνεπιτήδευτα. Μερικοί ὑποστηρίζουν, ὅτι εἶναι πολύ ὑποτιμητικό γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν Ἐπίσκοπο, νά ἀσχολεῖται μέ τά γένια καί τά μαλλιά τῶν Ἱερέων. Αὐτός ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀσχολεῖται μέ αὐτά: «Καί τάς κεφαλάς αὐτῶν οὐ ξυρίσονται καί τά κόμας αὐτῶν οὐ ψιλώσουσι» (Ἱεζ. 44,20 καί Λευϊτ. 19,27 καί 21,5). Ἡ κόμη καί τό γένειο σηματοδοτοῦν ἀνάλογες στάσεις ψυχῆς καί γιά τόν Ἱερέα ἔχουν τό δικό τους νόημα.
Κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἱερεῖς ἀνά τούς αἰῶνες ἄφηναν τά γένια ὡς σημεῖο ἀφιερώσεως. Γι΄ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός κατά τίς περιοδεῖες του παρακινοῦσε τούς ἀκροατές τοῦ κηρύγματός του νά ἀφήνουν τά γένια τους καί τούς μοίραζε κτένες. Οἱ ἱερές εἰκόνες καί οἱ τοιχογραφίες παρουσιάζουν τούς Ἁγίους μέ τό γένειό τους μικρό ἤ μεγάλο, πάντως φυσικό καί ὄχι ξυρισμένους. Ἐντύπωση μᾶς προξενοῦν μερικά μικρά παιδιά, πού ὅταν βλέπουν Ἱερέα μέ τά ρᾶσα του καί τά γένια του κάνουν τόν σταυρό τους καί φωνάζουν στήν Μητέρα ἤ στήν Γιαγιά πού τά χειραγωγεῖ «ἅγιος - ἅγιος». Τά γένια καί τά μαλλιά δέν κάνουν τόν παπᾶ, ὅπως λέγει ὁ λαός, ἀλλά στόν Ἱερέα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου προσδίδουν ἱεροπρέπεια.
Στό θέμα τῆς κόμης ὑπάρχει ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες οἱ Κληρικοί ἄφηναν τό γένειό τους κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ∙ γιά τά μαλλιά τους ὅμως ἔκαναν μιά πρωτοτυπία. Γιά νά ἐνθυμοῦνται τόν ἀκάνθινο στέφανο τοῦ Κυρίου τά κούρευαν μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά σχηματίζεται στήν κεφα-λή τους ἕνα στεφάνι. Ἔτσι οἱ κληρικοί ὠνομάζοντο «στεφανίτες». Ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος γράφων στόν ἅγιο Αὐγουστῖνο τοῦ λέγει: «Παρακαλῶ τήν στεφάνην σου». Ὅταν καθαιρεῖτο κάποιος κληρικός, τότε ἄφηνε τά μαλλιά του ὅπως οἱ λαϊκοί. «Καθάπερ οἱ λαϊκοί, τήν κόμην ἐπιτρεφέτωσαν, ὡς τήν ἐν τῷ κόσμῳ ἀναστροφήν τῆς οὐρανίου ζωῆς προτιμήσαντες» (ΚΑ΄ Κανών τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Σιγά – σιγά ἡ «στεφάνη» ἄρχισε νά ἐγκαταλείπεται ἀπό τούς ἐν τῷ κόσμῳ κληρικούς καί διατηρήθηκε γιά ἕνα διάστημα γιά τούς Ἱερομονάχους. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί οἱ Ἱερομόναχοι ἄφηναν τά μαλλιά τους ὡς σημεῖο ἀφιερώσεως. Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι οἱ Ἱερεῖς τῶν πρώτων αἰώνων ἐκούρευαν τήν κεφαλή τους καί ἄφηναν τό «στεφάνι» χάριν εὐλαβείας, ἐνῶ οἱ σημερινοί τουλάχιστον οἱ περισσότεροι δέν κουρεύονται χάριν εὐλαβείας, ἀλλά χάριν μοντερνισμοῦ καί καλωπισμοῦ. (Ἀρχιμ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη, Ποίμαινε τά πρόβατά μου, ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθῆναις 1996, σ. 69).
Τό κούρεμα δέν ἀπαγορεύεται, ἀλλά δέν συμφέρει. Τί ἔλεγε ὁ θεῖος Παῦλος, τό ἐλεύθερο αὐτό πνεῦμα τῆς ἀνθρωπότητος: «πάντα μοι ἔξεστι, ἀλλ΄ οὐ πάντα συμφέρει» (Α΄ Κορινθ. 6,12). Ἠμπορεῖ νά μή εἶναι κακό, ἀλλά δέν συμφέρει πνευματικά, γιατί μερικοί ἔχουν ἀσθενῆ συνείδηση. Ὁ Μέγας Παῦλος ἐδέχετο νά μή φάει «κρέα εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Κορινθ. 8,13), γιά νά μή σκανδαλίσει τόν ἀδελφό του. Εἴμαστε λοιπόν ὑποχρεωμένοι νά φέρωμε κοσμίως τό γένειο καί τήν κόμη ἐφ΄ ὅσον ἔτσι μᾶς ἀντιλαμβάνεται καί μᾶς θέλει ὁ λαός. Ριζοσπαστικές κινή-σεις ὑπό τό πρόσχημα τῆς προόδου καί τῆς ἐξελίξεως, εἶναι ἐνέργειες ἀψυχολόγητες, οἱ ὁποῖες ὡς μόνο ἀποτέλεσμα ἔχουν τόν σκανδαλισμό τῶν πιστῶν καί τή δημιουργία σχισμάτων εἰς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Προοδευτικοί πρέπει νά εἴμαστε ὄχι ὅμως στά ρᾶσα καί στά γένια καί στά μαλλιά, ἀλλά στόν τρόπο καί στίς μεθόδους τῆς ποιμαντικῆς.

 «Εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο»

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (435 μ.Χ.) λέγει: «Θεῖον χρῆμα ἡ ἱερωσύνη καί τῶν ὄντων ἁπάντων τιμιώτατον». Εἶναι τό πολυτιμώτερο ἀγαθό γιά τόν κόσμο, γιατί εἶναι δῶρο Θεοῦ. Αὐτό τό δῶρο θά πρέπει ἐμεῖς οἱ ἐλεηθέντες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα νά εἴμαστε διαχειριστές τῆς θείας χάριτος, νά τό διατηροῦμε ἀκέραιο καί ἀνόθευτο ἀπό κάθε ἐπίρροια τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ὁ Κύριος «εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ἔτσι καί ὁ Ἱερεύς πρέπει νά βιώνει τά λόγια τῆς εὐχῆς: «Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ∙ ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καί χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με∙ ὡς νυμφίῳ περιέθηκέ μοι μίτραν καί ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ» (εὐχή κατά τήν ἔνδυση τοῦ Στιχαρίου).
Ἡ εὐπρέπεια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἱερέως πρέπει νά εἶναι βασική ἔκφραση καί συστατικό τῆς διαγωγῆς του. Οὔτε ἐξεζητημένη ἐμφάνιση, προκλητικό καλωπισμό, πολυτελῆ ρᾶσα, ἀρωματισμένα χέρια πού χαρακτηρίζονται ὡς «ἀλλότρια τῆς ἱερατικῆς τάξεως καί καταστάσεως», οὔτε πάλι ρυπαρότητα, προχειρότητα καί ἀποκρουστικότητα. Οὔτε παρδαλό ἀντερί, μεταξωτές κάλτσες, ἀρώματα, ξυρισμένα μάγουλα καί σβέρκο, οὔτε πάλι καλυμαύχι φυσαρμόνικα, γλιτσασμένο ρᾶσο καί κουρελοποιημένο, γένια καί μαλλιά ἄπλητα νά ἀποπνέουν τήν ὀσμή τοῦ ἰδρῶτος.
Οἱ χριστιανοί θέλουν τόν ἱερέα φιλόκαλο καί ὄχι καλλωπιστή. Νά εἶναι πάντα καθαρός καί περιποιημένος. Νά μυρίζει λιβάνι καί νά ἀποπνέει τήν αὔρα τῆς ἱεροπρέπειας καί τῆς κοσμιότητος.
  Παραλείπω νά ἀναφερθῶ σ΄ ἐκείνους τούς Ἱερεῖς πού ἀποβάλλουν τό ρᾶσο, γιά νά διασκεδάσουν τό βράδυ στά κέντρα διασκεδάσεως ἤ νά πᾶνε ἐκδρομή μέ τήν οἰκογένεια καί φίλους τους ἤ νά ἐπιδοθοῦν σέ ἔργα πολύ μειωτικά γιά τό κῦρος τῆς Ἱερωσύνης. Πολλοί φίλοι καί συγγενεῖς παρακινοῦν τόν Ἱερέα νά εἶναι πιό κοσμικός, πιό σύγχρονος, πιό λαϊκός καί γιά νά ἔχει τήν φιλία τους κάνει ὑποχωρήσεις. Οἱ συναναστρο-φές αὐτές φθείρουν τό ἦθος του καί τήν σεμνότητά του καί ἐφαρμόζεται στήν περίπτωσή του αὐτό πού λέγει ὁ Προφήτης Ὠσηέ: «κατέφαγον ἀλλότριοι τήν ἰσχύν αὐτοῦ, αὐτός δέ οὐκ ἔγνω» (Ὠσηέ 7,9). Θεωροῦν τό ρᾶσο μεγάλο φορτίο καί σίδερο φυλακῆς. Τό νά ἀποβάλεις τό σταυρό τῆς Ἱερωσύνης γιά ἐγκό-σμιες χαρές εἶναι λιποταξία καί ἄρνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Τό «μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ» (Ρωμ. 12,2) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι πάντοτε μιά σωτήρια ὑπόμνηση ἐπανα-προσδιορισμοῦ τῆς Ἱερατικῆς μας πορείας. Οἱ παλαιοί Ἱερεῖς ἀκόμη καί σέ γεωργικές ἐργασίες δέν ἀπέβαλαν τό ἀντερί. Χρησιμοποιοῦσαν ἕνα πιό ἁπλό καί κοντό, φοροῦσαν τό σκοῦφο τους καί μέ αὐτά ἔσκαβαν, ἐθέριζαν καί ἐκτελοῦσαν τήν ἐργασία τους. Στό σπίτι κυκλοφοροῦσαν πάντα μέ τό ἀντερί. Στό δρόμο, στήν Ἐκκλησία, στίς διάφορες ὑπηρεσίες μέ τό ρᾶσο καί τό καλυμαύχι τους. Σήμερα δυστυχῶς ἀποβάλλαμε αὐτό πού μᾶς κάνει ἀποδεκτούς
 καί σεβαστούς, δηλαδή τό ἱεροπρεπές σχῆμα.

Ἡ ἱεροπρέπεια εἶναι εἰκών τοῦ ἤθους

Γράφων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του Τιμόθεο ἐπισημαίνει τήν λεπτότητα τοῦ ἤθους πού πρέπει νά ἔχει στίς συναναστροφές του: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α΄ Τιμοθ. 4,12). Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά σχηματίζει πρός τούς ὅρους τοῦ Ἱερατικοῦ ἀξιώματος τήν ἰδιωτική καί κοινωνική του συμπεριφορά. Καί στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία καί στήν κοινωνία νά τηρεῖ τόν τύπο τῆς ἱεροπρέπειας. Ἡ ἱεροπρέπεια γιά τόν Ἱερέα εἶναι ἀληθής στολισμός, πού τόν κάνει σέ ὅλους σεβαστό καί περίβλεπτο. Μέ τήν σεμνότητά του ὁ Ἱερεύς ἐπαναπαύει τίς ψυχές τῶν πιστῶν, φέρει τήν εἰρήνη τῆς συνειδήσεώς τους, γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός τοῦ χριστιανικοῦ βίου καί ἀποβαίνει ἡ αἰσθητή καί ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. (Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, Ποιμαντική, ἔκδοσις Ἅγιος Νικόδη-μος, Ἀθῆναι 1972, σ. 141).
Ἡ ἱεροπρέπεια εἶναι ἀντανάκλαση τῆς ἐσωτερικῆς διακοσμήσεως καί διαχέεται ἐκ τῶν ἔσω καί καθιστᾶ λαμπρή τήν ὄψη καί συμπεριφορά τοῦ ἱερέως. Ἡ σεμνοπρέπεια εἶναι «εἰκών τοῦ ἤθους καί ἔκφανσις τῆς ψυχικῆς διαθέσεως καί τῆς ἐσωτερικῆς σεμνότητος». (Ἁγ. Νεκταρίου, ὅ.π. σ. 142).
Ἰδού λοιπόν πιά πρέπει νά εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀλη-θοῦς καί γνησίου ἱερέως.
«Στάσις τοῦ σώματος εὔσχημος καί ἀξιοπρεπής μηδέν ἔ-χουσα τό ἐπιδεικτικόν, διάθεσις τοῦ προσώπου φυσική καί ἀνεπίπλαστος, ὄμμα ἀφελές σταθερόν καί ἀπερίεργον. Χειρονομίαι ἀπέριττοι καί ἥρεμοι, βάδισμα ὁμαλόν καί τακτικόν» (Ἁγ. Νεκταρίου, ὅ.π. σ. 143).
Ὁ ἱερός Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μέγας καί σοφός ποιμήν καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας λέγει περί τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Ἱερέως:
«Καί βαδίσματος δέ πρέπει τῷ ἱερεῖ εὐταξίαν μήτε εἰς τό θηλυπρεπές καί ἔκλυτον ἀσχημονοῦντι τήν κίνησιν, μήτε εἰς τό ἀθρόον καί τεταραγμένον καί ἀνώμαλον ταύτην ἐκνευρίζοντι, καί ὅλως πᾶσα κίνησις τάξει κοσμείσθω. Δεῖ καί προσώπου δια-θέσει καί κόμης ἀσκήσει καί περιβολῇ ἐσθῆτος κόσμιον ὁρᾶσθαι καί σεμνόν, μήτε εἰς τό βλακῶδες καί περίεργον ἐκφερόμενον, μήτε πάλιν παρά τό μέτριον πρός τό ἠμελημένον καθελκόμενον∙ ἑκάτερον γάρ ἀπρεπές καί εὐκαταφρόνητον καί ἱερατικῆς πολιτείας ἀλλότριον (Ἱεροῦ Φωτίου ἐπιστολή η΄).
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὑπογραμμίζει, ὅτι οἱ ἱερουργοί τοῦ Θεοῦ πρέπει νά διάγουν ἁγίως καί νά εἶναι ὑποτύπωση εὐκοσμίας καί πάσης ἀρετῆς. «Χρή δή διαζῆν ἁγίως καί ὀρθοποδεῖν ἐν Ἐκκλησίᾳ τούς κεκλημένους εἰς ἱερωσύνην» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας τ. Ε΄, σ. 328).
Νά ζοῦν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμπεριφορά τους πρός κάθε ἄνθρωπο νά εἶναι κοσμία καί ἐποικοδομητική. Στήν κοσμιότητα ἐνυπάρχουν ὅλοι οἱ τρόποι τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς. Πρέπει νά ἐπαγρυπνεῖ ὁ ἱερεύς στήν διατήρηση τῆς κοσμιότητός του, γιατί ἐγείρονται πάθη πού καταστρέφουν τόν χαρακτῆρα τῆς ἱεροπρέπειας ὅπως ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ πολυλογία καί ἄλλα ἄτακτα συναισθήματα.
Ἐάν πρότυπό του εἶναι ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι, ἡ συμπερι-φορά του πρός ὅλους τούς συνεργάτες του, τούς συναδέλφους, τούς ἐνορίτες, τούς ἄρχοντες, τούς πολιτικούς, τούς παρεκτρεπομένους, τούς αἱρετικούς, τούς ζηλωτές, τούς συντηρητικούς, τούς βλασφήμους, τούς κατηγόρους, τούς συκοφάντες, τούς ἀντιλέγοντες, τούς φίλους, τούς ἐχθρούς, τούς προϊσταμένους καί πρός πάντα ἄνθρωπο θά εἶναι ὅπως τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν χριστομίμητη  ζωή ἀναζητεῖ καί ἀπαιτεῖ ὁ λαός ἀπό τόν Ἱερέα. Θέλει νά βλέπει τόν ποιμένα του νά στέκεται ψηλά, νά εἶναι μακρυά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, νά εἶναι συνεχής καί ἀδιάκοπη μαρτυρία Χριστοῦ.

«Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ»

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὀλίγον πρό τοῦ πάθους Του νουθετῶν καί ἐνισχύων τούς Μαθητές Του διεχώρισε τήν θέση τους ἀπέναντι στόν κόσμο λέγων: «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ» (Ἰω. 15,19). Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἀλλά δέν ἀνήκει στόν κόσμο, ἀνήκει σέ ἕνα ἄλλο κόσμο, πού λέγεται Ἐκκλησία. Πᾶσα προσαρμογή του στό πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι ἔκπτωση ἀπό τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Τό τοῦ Παύλου «γέγονα τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄ Κορινθ. 9,22), τό ὁποῖο ἐπικαλοῦνται μερικοί γιά νά στηρίξουν τήν πρός τά τοῦ κόσμου στροφή τῆς Ἱερωσύνης, ἔχει ἄλλο πνευματικώτερο καί βαθύτερο νόημα. Δηλώνει τήν κένωση καί συγκατάβαση τοῦ Ἀποστόλου πρός τόν μακράν τοῦ Θεοῦ ἄν-θρωπο μέ σκοπό πάντοτε τήν σωτηρία του.
Κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς μοντέρνας ἱερατείας πού δυστυχῶς κατακτᾶ συνεχῶς ἔδαφος λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου χάνουμε τήν δύναμη καί τήν αἴγλη τοῦ ἱερατικοῦ μας ἀξιώματος καί εἴμεθα ὡσάν ἐκείνους, δια τούς ὁποίους λέγει στόν Τιμόθεο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄ Τιμοθ. 3,5).
Τήν Ἱερωσύνη μας πού τόσο λασπώνεται καί ἀπαξιώνεται στή σημερινή κοινωνία, δέν χρειάζεται νά ἐκμοντερνίζωμε, ἀλλά νά ἀνανεώνωμε καί ἀνακαινίζωμε μέσα στό ἀνακαινιστικό πνεῦμα τῶν χαρισμάτων. Ὁ σημερινός κόσμος θέλει τόν Ἱερέα στήν Ἐκκλησία του ἀφοσιωμένο, λειτουργό τῶν Μυστηρίων, πατέρα παρακλήσεως καί διαγγελέα τῆς καινῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὅποια δράση καί ὅποια κίνηση ἐντάσσεται μέσα σ΄ αὐτά τά πλαίσια δοξάζει τόν Θεό καί σώζει τόν ἄνθρωπο.
Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης:
«Ὁ Ἱερεύς εἶναι ἔμψυχος εἰκών ... κοινωνοῦσα τῷ ἀρχετύπῳ καί τῆς ἀξίας καί τοῦ ὀνόματος» (Γρηγ. Νύσσης, περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου κεφ. Δ΄ Ρ.G. 136, 38).
Ἡ παρουσία τοῦ Ἱερέως στόν κόσμο δηλώνει καί πρέπει νά δηλώνει, ὅτι ὑπάρχει πυξίδα γιά σωστό προσανατολισμό. Ὅταν τήν χρειασθεῖ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ποῦ καί πῶς πρέπει νά τήν ἀναζητήσει. (Ἀρχιμ. Δημητρίου Ἀργυροῦ, Σχολάρχου τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Βελλᾶς, ἐγκόλπιον ὑπο-ψηφίου Ἱεροσπουδαστοῦ καί ὑποψηφίου Κληρικοῦ, ἐν «Κλήσεως Ἐπουρανίου Μέτοχοι, Ἐγκόλπιον Ἱεροσπουδαστοῦ, Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2004, σ. 33).
Ὁ σοφός Ὠριγένης λέγει, ὅτι ἐπιτυχημένος ποιμήν εἶναι ὁ ποιμαινόμενος, ἐκεῖνος πού ἔχει «ἔνδον» τόν καλόν ποιμένα, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει τήν ψυχή του. Μακάρι ὅλοι οἱ ποιμένες νά ἔχωμε στήν ψυχή μας τόν Καλόν ποιμένα.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Ἡ ἐμφάνιση καί ἡ συμπεριφορά τοῦ Ἱερέως ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητός του καί συμπληρώνει τήν ἀξία τῆς Ἱερατικῆς του διακονίας. Τό τίμιο ρᾶσο ἔχει ἱστορική καί ἐθνική σημασία καί ἐκφράζει τήν καθημερινή σταύρωση τοῦ κληρικοῦ ὑπέρ Χριστοῦ.
2. Ἡ ξεχωριστή ἀμφίεση τοῦ Ἱερέως ἔχει τήν ἀρχή της στόν Ε΄ αἰῶνα καί προσδιορίζεται μέ ἀποφάσεις τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτή τήν ἱερατική ἐνδυμασία, πού προσδίδει χαρακτῆρα ἱερότητος, πρέπει νά φέρει μέ τιμή ὁ Ἱερεύς, διότι ἔχει ἱστορία καί εὐλογία.
3. Δέν εἶναι μόνο ἡ ἐνδυμασία τῶν κληρικῶν, πού δέν πρέπει νά εἶναι «ἀνοίκειος». Τά μαλλιά καί τά γένια ἐπίσης πρέπει νά εἶναι ἀνεπιτήδευτα. Κατά μίμησιν Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων οἱ Ἱερεῖς ὡς δεῖγμα ἀφιερώσεως ἀφήνουν τά γένια καί τά μαλλιά τους.
4. Τό κούρεμα δέν ἀπαγορεύεται, ἀλλά δέν συμφέρει διότι ὑπάρ-χουν πιστοί μέ ἀσθενῆ συνείδηση. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ εὐπρέπεια καί ἡ ἱερότητα πρέπει νά διακρίνει τόν Ἱερέα. Ἡ προκλητική ἐνδυμασία καί ὁ προκλητικός καλλωπισμός δέν καταξιώνουν, ἀλλά μειώνουν τό κῦρος τοῦ Ἱερέως στούς πιστούς.
5. Ἡ ἁπλούστευση ἤ καί ἡ ἀποβολή τῆς ἐνδυμασίας κατά περιπτώσεις καί κάτω ἀπό εἰδικές συνθῆκες εἶναι ἐπιτρεπτή. Ἡ ἀδικαιολόγητος ἀποβολή τῆς ἐνδυμασίας, ἐφ΄ ὅσον ἡ Ἐκκλησία δέν τό ἐπιτρέπει, εἶναι συσχηματισμός καί λιποταξία. Ἄς μιμούμεθα τούς παλαιούς ἁγίους Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἀπέβαλαν τό Ἱερατικό ἔνδυμα, οὔτε στίς ἀγροτικές ἐργασίες, οὔτε μέσα στό σπίτι τους.
6. Ἡ ἱεροπρέπεια γιά τόν Ἱερέα εἶναι ἀληθής στολισμός, πού τόν κάνει σέ ὅλους σεβαστό. Τό κοσμικό πνεῦμα εἶναι ἐνάντιο στό ἦθος τοῦ γνησίου Ἱερέως. Πᾶσα προσαρμογή στό πνεῦμα τοῦ κόσμου εἶναι ἔκπτωση ἀπό τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
7. Περισσότερο ἀπό τήν ἐξωτερική εὐπρέπεια τοῦ Ἱερέως ἔχει ἀξία τό ἐσωτερικό ἔνδυμα καί ἡ ψυχική εὐπρέπειά του. Καί ἡ ἐξωτερική του ὅμως ἐμφάνιση πρέπει νά εἶναι κόσμια, ὥστε νά ἀναπαύει τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, καί νά ἀποβαίνει ἡ αἰσθητή καί ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
8. Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἐπαγρυπνεῖ στήν διατήρηση τῆς κοσμιότητός του καί νά ἔχει πρότυπο τόν Χριστό, τοῦ ὁποίου τά ἴχνη νά ἀκολουθεῖ πιστά. Αὐτή τήν χριστομίμητη ζωή ἀναζητεῖ καί ἀπαιτεῖ ὁ λαός ἀπό τόν Ἱερέα. Θέλει νά τόν βλέπει νά στέκεται ψηλά καί νά εἶναι ἀδιάκοπη μαρτυρία Χριστοῦ.





τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Φθιώτιδος κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ