Διηγήθηκε κάποιος μαθητής σχετικά με το γέροντά του ότι είκοσι ολόκληρα έτη δεν κοιμήθηκε στο πλευρό του, αλλά στο κάθισμά του στο οποίο εργαζόταν εκεί κοιμόταν καθισμένος. Έτρωγε δε ή κάθε δύο μέρες ή κάθε τέσσερις ή κάθε πέντε και έτσι έκανε είκοσι χρόνια.
Και όταν έτρωγε, το ένα του χέρι ήταν τεντωμένο σε προσευχή και με το άλλο έτρωγε. Και όταν εγώ του είπα · Τι είναι αυτό, γιατί κάνεις έτσι, αββά; μου αποκρινόταν ότι · Έχω την Κρίση του Θεού μπροστά στα μάτια μου και δεν μπορώ να υπομείνω.
Έγινε δε κάποτε όταν αρχίζαμε την ακολουθία, μου ξέφυγε και έκανα λάθος κάποια λέξη στον ψαλμό · όταν τελειώσαμε τη σύναξη, αποκρίθηκε ο Γέροντας και μου είπε: Εγώ όταν αρχίζω την ακολουθία, σα φωτιά νοιώθω από κάτω μου να καίγεται και δεν μπορεί ο λογισμός μου να ξεφύγει δεξιά ή αριστερά. Πού ήταν ο λογισμός σου, όταν αρχίσαμε την ακολουθία, γιατί έκανες λάθος μια λέξη στον ψαλμό; Δεν ξέρεις ότι ενώπιον του Θεού στάθηκες και στο Θεό μιλούσες;
Και όταν έτρωγε, το ένα του χέρι ήταν τεντωμένο σε προσευχή και με το άλλο έτρωγε. Και όταν εγώ του είπα · Τι είναι αυτό, γιατί κάνεις έτσι, αββά; μου αποκρινόταν ότι · Έχω την Κρίση του Θεού μπροστά στα μάτια μου και δεν μπορώ να υπομείνω.
Έγινε δε κάποτε όταν αρχίζαμε την ακολουθία, μου ξέφυγε και έκανα λάθος κάποια λέξη στον ψαλμό · όταν τελειώσαμε τη σύναξη, αποκρίθηκε ο Γέροντας και μου είπε: Εγώ όταν αρχίζω την ακολουθία, σα φωτιά νοιώθω από κάτω μου να καίγεται και δεν μπορεί ο λογισμός μου να ξεφύγει δεξιά ή αριστερά. Πού ήταν ο λογισμός σου, όταν αρχίσαμε την ακολουθία, γιατί έκανες λάθος μια λέξη στον ψαλμό; Δεν ξέρεις ότι ενώπιον του Θεού στάθηκες και στο Θεό μιλούσες;