... Lord Jesus Christ,Son of God, have mercy on me the sinner-Κύριε Ιησού Χριστέ,Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό...

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

"OΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ"

Γλωσσάρι
 Αθωνικός τύπος ναού : Είναι ο τύπος του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού, στον οποίο προστίθενται στη βόρεια και νότια πλευρά του οι δύο κόγχες των χορών και στη δυτική πλευρά ένας ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή.

αντιπροσωπεία ή κονάκια : Κελλιά στις Καρυές, τα οποία χρησιμεύουν ως κατοικίες των εκάστοτε αντιπροσώπων των είκοσι αγιορείτικων μονών στην Ιερά Κοινότητα.
(Η Μονή Κουτλουμουσίου δεν διαθέτει αντιπροσωπείο, καθότι απέχει ελάχιστα από τις Καρυές.)

αρσανάς ή νεώριο : Κτιριακό συγκρότημα στην παραλία της μονής που περιλαμβάνει καραβοστάσιο, αποθήκες και την κατοικία του αρσανάρη μοναχού.

αρχονταρίκι : Χώρος εντός της μονής που προορίζεται για την υποδοχή και τη φιλοξενία των προσκυνητών.
βαγεναρειό ή βαγεναρείον ή κρασαριό : Αποθηκευτικός χώρος, στον οποίο φυλάσσεται το κρασί και το ρακί της μονής.
βακουφναμέ : Τα δημόσια έγγραφα που συντάσσονταν από τον καδή (ιεροδικαστή) για τη σύσταση των βακουφίων, των κτημάτων δηλαδή που είχαν αφιερωθεί σε θρησκευτικά και ευαγή ιδρύματα όπως τεμένη, νοσοκομεία, πρωχοκομεία, σχολεία. ( από την τουρκική λέξη wakf δηλ.αφιέρωμα)
βασιλική : Ο αρχαιότερος αρχιτεκτονικός τύπος χριστιανικού ναού, σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου, που διαιρείται κατά μήκος με κιονοστοιχίες σε τρία ή πέντε, και σπάνια σε επτά ή εννέα, κλίτη.
Βοεβόδας ή βοϊβόδας : Ο ηγεμόνας των Παραδουναβίων Ηγεμονιών
βουρδουναρειό ή βορδοναρειό και βορδοναριό: Ο στάβλος ( από το βόρδος= μουλάρι.)

Γεροντία : Το σώμα που διοικεί τη μονή με επικεφαλής τον καθηγούμενο. Ο ηγούμενος εκλέγεται ισόβια από την αδελφότητα και σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό κάθε μονής.
Η εκλογή γνωστοποιείται α)στην Ιερά Κοινότητα, η οποία ελέγχει την νομιμότητα των διαδικασιών της εκλογής και προβαίνει με ιεροκοινοτική αντιπροσωπεία στην εγκαθίδρυση του ηγουμένου και β) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο αποστέλλει ευχετική ευλογία.
To σώμα επίσης της Γεροντικής σύναξης εκλέγει από τα μέλη του με ετήσια θητεία, δύο ή τρείς επιτρόπους , οι οποίοι μαζί με τον ηγούμενο εξασκούν τη διοίκηση και τη διαχείριση.

δοχειό ή δοχείον: Η αποθήκη τροφίμων της μονής, κυρίως η αποθήκη του λαδιού. Δοχειάρης ονομάζεται ο μοναχός που είναι υπεύθυνος για το δοχειό.
Δρουγγάριος ή δρουγγάρης : Η ονομασία στους βυζαντινούς χρόνους δήλωνε αρχικά αξίωμα στον στρατό (με βαθμό αντίστοιχο προς τον χιλίαρχο) και στον στόλο. Από τον 12ο αιώνα ο δρουγγάριος αναλαμβάνει και δικαστικά καθήκοντα, εκδικάζοντας αστικές υποθέσεις.
εξαρτήματα : Oικιστικές εκφράσεις του Αθωνικού μοναχισμού δηλαδή οι σκήτες , τα κελλιά , οι καλύβες , τα ησυχαστήρια και τα καθίσματα, που υπάγονται στις κυρίαρχες μονές. Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους προσδιορίζει οτι τα εξαρτήματα δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα και δεν αντιπροσωπεύονται αυτοτελώς ούτε εντός , ούτε εκτός Αγίου Ορους.

εξωνάρθηκας :
Χώρος με ανοιχτή τοξοστοιχία που καταλαμβάνει στη δυτική πλευρά του ναού συνήθως ολόκληρο το πλάτος και βρίσκεται πριν από τον κυρίως νάρθηκα και τη λιτή.

Ηγουμενείο : Το ενδιαίτημα του ηγουμένου της μονής στις ιδιόρρυθμες μονές ηγουμενείο ονομάζεται το γραφείο των επιστατών.

Ησυχαστήρια ή ασκηταριά ή ασκητήρια : Κατοικίες μοναχών που αποζητούν μια αυστηρότερη άσκηση. Πρόκειται για μικρές καλύβες ή σπηλιές οι οποίες βρίσκονται σε δύσβατους και απρόσιτους τόπους και είναι στοιχειωδώς διαρρυθμισμένες ώστε να ανταποκρίνονται στην ανάγκη ασκητικής διαβίωσης.

ιδιόρρυθμη (λειτουργία μονής ): Λειτουργία που εμφανίζεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο αρχικά στα μοναστήρια της βασιλεύουσας. Η διοίκηση ασκείτο από τη Σύναξη Προϊσταμένων, η λατρεία ήταν κοινή αλλά τα διακονήματα ήταν αμειβόμενα.Ο κάθε μοναχός είχε την προσωπική ευθύνη της κάλυψης των βιοτικών του αναγκών. Σήμερα στο Άγιον Όρος δεν υπάρχουν πλέον ιδιόρρυθμες μονές.

ιδιόρρυθμα μοναστήρια : Bλ.ιδιόρυθμη λειτουργία μονής.

Ιερά Επιστασία : Είναι το σώμα που ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Αποτελείται από τέσσερα μέλη, σύμφωνα με τη διαίρεση των μονών του Αγίου Όρους σε πέντε τετράδες. Από τα πρόσωπα αυτά ο αντιπρόσωπος της πρώτης τη τάξη μονής προεδρεύει στην Ιερά Επιστασία και ονομάζεται. Πρώτος ή Πρωτεπιστάτης, δικαίωμα εκλογής του οποίου έχουν μόνο οι πέντε πρώτες μονές στην Αθωνική ιεραρχία.

Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους : Είναι το σώμα που ασκεί τη διοικητική εξουσία. Αποτελείται από τους είκοσι αντιπροσώπους, οι οποίοι εγκαθίστανται την 1η Ιανουαρίου για ένα χρόνο.
Καθίσματα : Μικρά συνήθως κτίσματα που βρίσκονται κοντά στη μονή, στην οποία ανήκουν και στα οποία η μονή εγκαθιστά συνήθως μόνο ένα μοναχό. (Εξαίρεση στην περιγραφή αυτή αποτελεί το Κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου ή Μυλοπόταμος, της ΙΜ Μεγίστης Λαύρας.)
Καθολικό : Ο κεντρικός ναός της μονής.
καλύβες : Αυτοτελή κτίσματα μικρότερα από τα κελλιά με μικρή εδαφική έκταση, αλλά, με ενσωματωμένο ναό.Όταν δεν έχουν ναό ονομάζονται ξεροκάλυβα.Πολλές καλύβες μαζί μπορεί να συγκροτούν μια σκήτη, αλλά μπορεί και να μην έχουν καμία οργάνωση ή σχέση μεταξύ τους.
Κελλιά ή Κελλία : α) Ευρύχωρα κτίρια με ενσωματωμένο ναό, που διαθέτουν συχνά μεγάλη εδαφική έκταση.

κελ(λ)ιά : οι χώροι διαβίωσης των μοναχών εντός των πτερύγων της μονής, που μπορεί να αποτελούνται από μονά δωμάτια ή από διαμερίσματα περισσότερών δωματίων.

κοινοβιακή μονή : Η μονή στην οποία η διοίκηση ασκείται από τον Ηγούμενο, ο οποίος είναι ο επικεφαλής της Σύναξης Προϊσταμένων, τα διακονήματα αποτελούν υποχρέωση του κάθε μοναχού και η εστίαση είναι κοινή. Όλες οι μονές του Αγίου Όρους είναι αυτοδιοίκητες και σήμερα είναι πλέον όλες κοινοβιακές .
κόρδα: Πτέρυγα της μονής.
κράλης και κραλ: Τη σλαβική αυτή ονομασία του βασιλιά χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για τους ηγεμόνες της Σερβίας κυρίως, αλλά και της Ρουμανίας. Οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως τίτλο τον οποίο απέδιδαν γενικώς σε όλους τους Ευρωπαίους βασιλείς.

Κρασαριό:Aποθηκευτικός χώρος φύλαξης κρασιού.

Κυριακό ή κυριακός ναός: Ο κεντρικός ναός της σκήτης.

λαδαριό: Χώρος φύλαξης λαδιού.

λιτή: Ευρύχωρος νάρθηκας των μοναστηριακών ναών, όπου τελείται η Ακολουθία της Λιτής.
μαρμαροθέτημα : Διακοσμητικό ψηφιδωτό δάπεδο, που αποτελείται από συνδυασμούς μαρμαροστρώσεων και μαρμάρινων διακοσμήσεων.
μετόχι : Ιδιοκτησία της μονής που βρίσκεται εκτός των ορίων της γύρω από αυτήν ιδιόκτητης περιοχής και αναφέρεται κυρίως στις εκτός του Αγίου Όρους ιδιοκτησίες της μονής. Μετόχι ονομάζεται και ο ναός που υπάρχει μέσα στο κτήμα. Διοικείται από μοναχούς, οι οποίοι αποστέλλονται από την κυρίαρχη μονή ως επιστάτες και ονομάζονται μετοχιάριοι ή οικονόμοι του μετοχίου, οι δε πρόσοδοι του μετοχίου ανήκουν στη μονή και όχι στον μετοχιάριο. Οι Ακολουθίες στον ναό του μετοχίου γίνονται με τη συγκατάθεση και την άδεια του τοπικού επισκόπου, στην επισκοπική έδρα του οποίου υπάγεται το μετόχι.
νάρθηκας : Ο πρόναος, ο εισαγωγικός χώρος στο δυτικό τμήμα του ναού.
νεώριο : βλέπε Αρσανάς

ρακοκαζαναριό ή ρακαριό : Ο χώρος, συνήθως εκτός του περιβόλου της μονής, που προορίζεται για την απόσταξη της ρακής.

Πρωτεπιστάτης : βλ. Πρώτος

Πρώτος :
Ο αντιπρόσωπος της πρώτης τη τάξη μονής που είναι επι κεφαλής της κάθε τετράδας Ιερών Μονών που συγκροτούν την Ιερά Επίστασία και που προεδρεύει στην Ιερά Επιστασία.Δικαίωμα εκλογής Πρώτου ή Πρωτεπιστάτου έχουν μόνο οι πέντε πρώτες μονές στην Αθωνική ιεραρχία.
(ΙΜ Μεγίστης Λαύρας, ΙΜ Βατοπεδίου, ΙΜ Ιβήρων , ΙΜ Χιλανδαρίου, ΙΜ Διονυσίου)

σταυροειδής ναός (εγγεγραμμένος με τρούλο ) : Τύπος ναού που διαμορφώνεται από τέσσερις ημικυλινδρικές καμάρες σταυροειδώς διατεταγμένες και τρούλο στο κέντρο. Οι μεταξύ των κεραιών του σταυρού χώροι καταλαμβάνονται από τα γωνιαία διαμερίσματα.
Σταυροπηγιακή μονή : Σταυροπηγιακή ή πατριαρχική χαρακτηρίζεται η μονή η οποία υπάγεται άμεσα στον Οικουμενικό Πατριάρχη και κατά συνέπεια αποσυνδέεται από την διοικητική εποπτεία του επιχώριου μητροπολίτη ή επισκόπου. Σύμφωνα με την κανονική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Πατριάρχης έχει το δικαίωμα κατά την ίδρυση μονής σε περιοχή της δικαιοδοσίας του να αποστέλλει σταυρό, ο οποίος τοποθετείται στα θεμέλια της μονής και θεμελιώνει την άμεση εξάρτησή της από αυτόν.
σύναξη προϊστάμενων : Συμβούλιο από επτά ή εννέα μοναχούς, τα οποία εκλέγονται με ισόβια θητεία από τους μοναχούς της μονής και ασκούν τη διοίκησή της.
συνοδικό : Η αίθουσα, στην οποία συνέρχεται η Σύναξη Προϊσταμένων .Το συνοδικό λειτουργεί και σαν αίθουσα υποδοχής επισήμων προσώπων.

Τράπεζα : Xώρος εστίασης των μοναχών και προσκυνητών με τελετουργικό που περιλαμβάνεται στο τυπικό της λειτουργίας των Ιερών Μονών αλλά και Σκητών.

φιάλη : Κρήνη για την τέλεση του αγιασμού των υδάτων.
φιλενωτικοί ή ενωτικοί : Χαρακτηρισμός των ορθόδοξων κληρικών και λαϊκών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά τον 13ο, τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Οι Φιλενωτικοί υποστήριζαν την ανάγκη αποκατάστασης της ενότητας της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με σκοπό τη σωτηρία της αυτοκρατορίας από την τουρκική απειλή.
χοροί : Έτσι ονομάζονται οι ημικυκλικές κόγχες που διανοίγονται στους πλευρικούς τοίχους των ναών αθωνικού τύπου.
χρυσόβουλ(λ)ο : Ονομασία επίσημου διατάγματος του Βυζαντινού αυτοκράτορα, το οποίο χαρακτηρίσθηκε έτσι από τη ενσφράγισή του με χρυσή σφραγίδα (λατινικά bulla) στις μεταξωτές ταινίες του εγγράφου, για να βεβαιώνεται η αυθεντικότητά του.